ἀπέσω

ἀπέσω
ἀπό-ἕννυμι
ves-
aor ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
ἀπό-ἕννυμι
ves-
fut ind act 1st sg (ionic)
ἀπό-ἕζομαι
seat oneself
aor subj act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)
ἀπό-ἕζομαι
seat oneself
aor ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad-form prose)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀπέσω — Ἀπέσης masc gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοφόριν — ἐλαιοφόριν, το (Μ) φύλλο ελιάς (πιθ. ερμην.) («περιβόλιν νὰ ἔχῃ ἀπέσω ἐλαίας καὶ ἐλαιοφόριν», Ακ. Σπαν.) …   Dictionary of Greek

  • καλόψυχος — η, ο (AM καλόψυχος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός μσν. αρχ. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση. επίρρ... καλόψυχα (Μ καλόψυχα) νεοελλ. με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή μσν. σε καλή ψυχική… …   Dictionary of Greek

  • καταπέμπω — (AM καταπέμπω) στέλνω κάτι προς τα κάτω μσν. 1. βυθίζω κάποιον σε απελπισία 2. μτφ. στέλνω κάποιον στον Άδη («πιττάκιν τὸ ἐκατάπεμψεν ἀπέσω τὴν ψυχὴν μου, εἰς θάνατον μὲ ἀπέσωσεν», Λίβ. και Ρόδ.) αρχ. 1. στέλνω από τα μεσόγεια στα παράλια 2. (ειδ …   Dictionary of Greek

  • ψυχώνω — ψυχῶ, όω, ΝΜΑ [ψυχή] νεοελλ. 1. εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψυχωμένος, η, ο γενναίος, θαρραλέος μσν. παθ. ψυχοῡμαι, όομαι ριζώνω σαν φυτό και αντλώ ζωή («εἰς ἐμένα ἐψυχώθη ἀπέσω εἰς τὴν καρδίαν, καὶ ὅλον περιέπλεξέ με», Λίβ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”